κύμανση

κύμανση
η (Α κύμανσις, -εως) [κυμαίνω]
η κίνηση τών κυμάτων, κυματισμός, παλμική δόνηση, ταλάντευση, κυματοειδής κίνηση
νεοελλ.
μτφ.
1. αυξομείωση, διακύμανση ή αστάθεια
2. αμφιταλάντευση, δισταγμός, διστακτικότητα
3. φυσ. η μεταβολή ενός φυσικού μεγέθους που χαρακτηρίζεται από περιοδικότητα
4. (οικον.) ποσοτική έννοια που σημαίνει ότι το αριθμητικό μέγεθος ενός φαινομένου περνά άπειρες φορές στη διαδρομή τού χρόνου από δεδομένη αξία
5. φρ. (οικον.) α) «κυμάνσεις εποχικές» — εξάρσεις και υφέσεις τής οικονομικής δραστηριότητας σε κλάδους επιχειρήσεων ή σε ξεχωριστές επιχειρήσεις, που οφείλονται σε εποχικά αίτια, όπως είναι π.χ. η έξαρση τών πωλήσεων μάλλινων υφασμάτων κατά την έναρξη τής χειμερινής περιόδου
β) «κυμάνσεις κόστους» — οι διακυμάνσεις τού κόστους σε συνάρτηση με τον βαθμό απασχόλησης ή δραστηριότητας τής επιχείρησης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κύμανση — η 1. κυματισμός, παλμική δόνηση. 2. αμφιταλάντευση, δισταγμός. 3. ποσοτική αυξομείωση, ανεβοκατέβασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απορρόφηση — Στη χημεία, είναι το φαινόμενο κατά το οποίο μια αέρια ουσία περνά μέσα από ένα στερεό ή υγρό σώμα, ή μια υγρή ουσία μέσα από ένα στερεό σώμα. H διείσδυση ενός αερίου σε ένα υγρό υπακούει σε έναν νόμο που διατύπωσε το 1803 ο Γουίλιαμ Χένρι: «Η… …   Dictionary of Greek

  • αποχή — Η εκούσια άρνηση συμμετοχής σε συζήτηση, ψηφοφορία και ειδικότερα η εκούσια άρνηση των εκλογέων να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα για την ανάδειξη αντιπροσώπων. Σε πολλές όμως χώρες έχει καθιερωθεί νόμος για την υποχρεωτική ψηφοφορία και η α …   Dictionary of Greek

  • απόχη — Η εκούσια άρνηση συμμετοχής σε συζήτηση, ψηφοφορία και ειδικότερα η εκούσια άρνηση των εκλογέων να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα για την ανάδειξη αντιπροσώπων. Σε πολλές όμως χώρες έχει καθιερωθεί νόμος για την υποχρεωτική ψηφοφορία και η α …   Dictionary of Greek

  • επιτονισμός — ο η κύμανση τού ύψους τής φωνής κατά την εκφώνηση τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική τού ξέν. όρου intonation] …   Dictionary of Greek

  • εύρος — Η απόσταση ανάμεσα στις πλησιέστερες πλευρές μιας επιφάνειας (αλλιώς φάρδος ή πλάτος). Ε. τόξου ονομάζεται η απόσταση μεταξύ των δύο άκρων του. (Αστρον.) Το συμπλήρωμα του αζιμουθίου αστέρα κατά την ανατολή ή τη δύση του. Δίνεται από τον τύπο:… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσάκι — το (υποκορ. τού θάλασσα) ελαφρή κύμανση τής θαλάσσιας επιφάνειας …   Dictionary of Greek

  • ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… …   Dictionary of Greek

  • καμπύλη — Ο όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμος του όρου γραμμή και όχι ως προσδιοριστικό του είδους της γραμμής που μελετάται. Κ. νοείται το σύνολο των θέσεων ενός σημείου που κινείται μέσα στον χώρο. Ειδικότερα, μια κ. μπορεί να είναι ευθεία είτε όχι,… …   Dictionary of Greek

  • κλυδώνιο(ν) — το (AM κλυδώνιον) νεοελλ. ναυτ. κυματώδης κατάσταση τής θάλασσας ενδιάμεση μεταξύ τού επισάλου και τού κλύδωνα, κν. γερή φουρτούνα (μσν. αρχ.) συμφορά, ταραχή αρχ. 1. μικρός κλύδωνας 2. ανακίνηση, κύμανση 3. ελαφρά θραύση τών κυμάτων στην ακτή.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”