- κύμανση
- η (Α κύμανσις, -εως) [κυμαίνω]η κίνηση τών κυμάτων, κυματισμός, παλμική δόνηση, ταλάντευση, κυματοειδής κίνησηνεοελλ.μτφ.1. αυξομείωση, διακύμανση ή αστάθεια2. αμφιταλάντευση, δισταγμός, διστακτικότητα3. φυσ. η μεταβολή ενός φυσικού μεγέθους που χαρακτηρίζεται από περιοδικότητα4. (οικον.) ποσοτική έννοια που σημαίνει ότι το αριθμητικό μέγεθος ενός φαινομένου περνά άπειρες φορές στη διαδρομή τού χρόνου από δεδομένη αξία5. φρ. (οικον.) α) «κυμάνσεις εποχικές» — εξάρσεις και υφέσεις τής οικονομικής δραστηριότητας σε κλάδους επιχειρήσεων ή σε ξεχωριστές επιχειρήσεις, που οφείλονται σε εποχικά αίτια, όπως είναι π.χ. η έξαρση τών πωλήσεων μάλλινων υφασμάτων κατά την έναρξη τής χειμερινής περιόδουβ) «κυμάνσεις κόστους» — οι διακυμάνσεις τού κόστους σε συνάρτηση με τον βαθμό απασχόλησης ή δραστηριότητας τής επιχείρησης.
Dictionary of Greek. 2013.